- υποθάλαμος
- οτμήμα (κοιλιακό τοίχωμα) του διάμεσου εγκεφάλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποθάλαμος — ο, Ν (ανατ. φυσιολ.) περιοχή τού διεγκεφάλου, που βρίσκεται κάτω από τον θάλαμο και επάνω από την υπόφυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypothalamus < υπ(ο) * + θάλαμος] … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
υποθαλάμιος — α, ο, Ν [υποθάλαμος] ανατ. υποθαλαμικός … Dictionary of Greek
υποθαλαμικός — ή, ό, Ν [υποθάλαμος] (ανατ. βιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποθάλαμο («υποθαλαμικός λοβός») … Dictionary of Greek
Γκιγεμέν, Ροζέ — (Roger Guillemin, Ντιζόν 1924 –). Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ντιζόν και της Λιόν, στη Γαλλία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek